- φαλάγγωμα
- φαλάγγωμα, τό, Walze, Rolle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φαλάγγωμα — ώματος, τὸ, Α [φαλαγγῶ] 1. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις ἐν τοῑς Διονυσίοις» 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὸ ξύλον ἡ φάλαγξ, ἃ νῡν φαλαγγώματα καλοῡσιν» … Dictionary of Greek